εὐχωλιμαίαις

εὐχωλιμαίαις
εὐχωλιμαί̱αις , εὐχωλιμαῖος
bound by a vow
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευχωλιμαίος — εὐχωλιμαῑος, ον (Α) [ευχωλή] 1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία 2. επιθυμητός, ευκταίος 3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”